Στην Ιατρική είναι γενικά αποδεκτό ότι τα παιδιά δεν είναι ενήλικες σε μικρογραφία, όσον αφορά την φυσιολογία και την παθολογία τους. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, γρήγορα διαφοροποιήθηκε η Παιδιατρική από την Παθολογία και η Παιδοχειρουργική από την Γενική Χειρουργική.
Στα παλαιότερα χρόνια, οι περισσότεροι Παιδίατροι / Παιδοχειρουργοί απέφευγαν να ζητούν απεικονιστικές εξετάσεις (π.χ. Ακτινογραφίες) επειδή έως τότε οι περισσότερες εξ’ αυτών χρησιμοποιούσαν ιοντίζουσες ακτινοβολίες (π.χ ακτίνες-Χ), ενώ ο υπέρηχος τεχνικά δεν ήταν αρκετά αξιόπιστος.
Με την πρόοδο της τεχνολογίας, την καλύτερη κατανόηση των βιολογικών διεργασιών, την ανάπτυξη του υπερήχου και της μαγνητικής τομογραφίας (αμφότερες εξετάσεις χωρίς ιοντίζουσα ακτινοβολία) και την αφοσίωση μεγάλων διδασκάλων στην μελέτη της φυσιολογίας και παθολογίας των παιδιών, αποδείχθηκε η ανάγκη για μεγαλύτερη εξειδίκευση πάνω σε αυτόν τον πληθυσμό.
Τα φυσιολογικά ευρήματα των παιδιών μπορεί να μην είναι φυσιολογικά στους ενήλικες και το αντίθετο. Επίσης σε διαφορετικές ηλικίες στα παιδιά, περιμένουμε να βρούμε διαφορετική μορφολογία κάποιων οργάνων (π.χ. μέγεθος θύμου αδένα, μορφολογία επινεφριδίων, κ.α.) Επιπλέον η παθολογία των παιδιών επιπλέκεται πολύ συχνά από την παρουσία συγγενών ευρημάτων (ευρημάτων από την γέννηση) τα οποία περαιτέρω χρήζουν ελέγχου για να αποδειχθεί η κλινική στους σημασία. Τέλος ακόμα και κοινές παθολογικές καταστάσεις στα παιδιά μπορούν να παρουσιαστούν με διαφορετικές μορφές από ότι στους ενήλικες.
Στους ανωτέρω λόγους πρέπει να συμπληρωθεί και η ανάδειξη καταστάσεων που περιορίζονται μόνο στην παιδική ηλικία, οι οποίες ανακαλύπτονται με την διενέργεια εξειδικευμένων εξετάσεων (π.χ. συγγενής δυσπλασία ισχίου χρήζει υπερηχογράφημα ισχίων, διαφοροποίηση κεφαλομετρικών αποτελεσμάτων χρήζει υπέρηχο εγκεφάλου, κ.α.).
Στο Ιατρείο, οι μικροί ασθενείς ελέγχονται από ιατρό με πάθος για την Παιδοακτινολογία που κατέχει τόσο την τυπική εξειδίκευση, όσο και την πολυετή εμπειρία σε αμιγώς Παιδιατρική Κλινική.